ιδιοθηρία

ιδιοθηρία
ἰδιοθηρία, ἡ (Α)
το να κυνηγά κάποιος στα κτήματά του και για δικό του όφελος («τέχνης οἰκειωτικῆς, θηρευτικῆς... ἰδιοθηρίας», Πλάτ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο-* + -θηρία (-θηρας < θήρα «κυνήγι»), πρβλ. ανθρωπο-θηρία, ιχθυο-θηρία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἰδιοθηρίας — ἰδιοθηρίᾱς , ἰδιοθηρία fem acc pl ἰδιοθηρίᾱς , ἰδιοθηρία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιδιο- — α συνθετικό λέξεων που σημαίνει: α) ιδιαιτερότητα («ιδιόμορφος», «ιδιοφυής») β) χωριστή, μεμονωμένη κατάσταση («ιδιόλεκτος», «ιδιόγλωσσος») γ) κτήση («ιδιοκτήτης», «ιδιόβουλος») δ) αυτενέργεια ή το αποτέλεσμά της («ιδιόγραφος», «ιδιόχειρος») βλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”