- ιδιοθηρία
- ἰδιοθηρία, ἡ (Α)το να κυνηγά κάποιος στα κτήματά του και για δικό του όφελος («τέχνης οἰκειωτικῆς, θηρευτικῆς... ἰδιοθηρίας», Πλάτ.)[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο-* + -θηρία (-θηρας < θήρα «κυνήγι»), πρβλ. ανθρωπο-θηρία, ιχθυο-θηρία].
Dictionary of Greek. 2013.